- ὀπισθοβόλῳ
- ὀπισθόβολοςthrown backwardsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθοβολώ — έω 1. βάλλω, πυροβολώ εναντίον κάποιου από πίσω 2. βάλλω, πυροβολώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βολώ (< βόλος < βάλλω)] … Dictionary of Greek